- βλαψίφρων
- βλαψίφρωνmaddeningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαψίφρων — βλαψίφρων, ο (Α) 1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια 2. ο φρενοβλαβής … Dictionary of Greek
βλαψίφρον — βλαψίφρων maddening masc/fem voc sg βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονα — βλαψίφρων maddening neut nom/voc/acc pl βλαψίφρων maddening masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονι — βλαψίφρων maddening dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαψίφρονος — βλαψίφρων maddening gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενεμπάρωτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek